- εκθηλύνω
- (αόρ. εξεθήλυνα, παθ. αόρ. εξεθηλόνθην) μετ. изнеживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθηλύνω — (AM ἐκθηλύνω) 1. (για άντρα) καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή 2. εκθηλύνομαι αποκτώ συμπεριφορά και διαγωγή γυναίκας αρχ. 1. κάνω κάποιον ασθενικό, χαύνο 2. γραμμ. μετατρέπω σε θηλυκό γένος («Ἴωνες... τὰς ἀγέλας ἐκθηλύνουσι... τὰς ἵππους καὶ τὰς ὄνους… … Dictionary of Greek
εκθηλύνω — υνα, ύνθηκα, εκθηλυμμένος, μτβ., κάνω κάποιον θηλυπρεπή, μαλθακό, αδύνατο: Η πολλή καλοπέραση εκθηλύνει τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκθηλυνεῖ — ἐκθηλύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκθηλύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνθείς — ἐκθηλύνω soften aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνθῆναι — ἐκθηλύνω soften aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλῦναι — ἐκθηλύνω soften aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνούσας — ἐκθηλυνούσᾱς , ἐκθηλύνω soften fut part act fem acc pl (attic epic doric) ἐκθηλυνούσᾱς , ἐκθηλύνω soften fut part act fem gen sg (doric) ἐκθηλῡνούσᾱς , ἐκθηλύνω soften pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐκθηλῡνούσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλυνόμεθα — ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften aor subj mid 1st pl (epic) ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften pres ind mp 1st pl ἐκθηλῡνόμεθα , ἐκθηλύνω soften imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνει — ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften pres ind mp 2nd sg ἐκθηλύ̱νει , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνουσι — ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκθηλύ̱νουσι , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνουσιν — ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκθηλύ̱νουσιν , ἐκθηλύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)